Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι το εισόδημα που αποκτούν όλοι οι πολίτες ενός κράτους ανεξαρτήτως αν οι ίδιοι βρίσκονται εντός ή εκτός της χώρας. Ισούται με το Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συν το εισόδημα των πολιτών που ζουν εκτός της χώρας μείον του εισοδήματος που δημιουργείται από αλλοδαπούς εντός της χώρας
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ή ΑΕΠ (αγγλ. Gross Domestic Product - GDP) είναι το σύνολο όλων των προϊόντων και αγαθών που παράγει μια οικονομία, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες. Με άλλα λόγια είναι η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που παράχθηκαν εντός μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους, ακόμα και αν μέρος αυτού παράχθηκε από παραγωγικές μονάδες που ανήκουν σε κατοίκους του εξωτερικού.
. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εκφράζεται μαθηματικά ως εξής:
GDP = C + I + G + NX
όπου : (C) κατανάλωση, (Ι) επένδυση, (G) δημόσιες δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και (ΝΧ) καθαρές εξαγωγέςΑποπληθωριστής του ΑΕΠ ή Δείκτης Τιμών του ΑΕΠ : αριθμοδείκτης που μετρά τις μεταβολές όλων των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία, δηλαδή του ΑΕΠ. Ισούται με το λόγο του ονομαστικού ΑΕΠ στο έτος βάσης προς το ονομαστικό ΑΕΠ στο έτος που έχει επιλεγεί ως βάση επί εκατό.
Δημόσιο Xρέος είναι το σύνολο της οφειλής σε χρηματικές μονάδες του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Υπό την έννοια ευρύτερος δημόσιος τομέας συμπεριλαμβάνονται όλα τα επίπεδα δημόσιας διοίκησης: κυβέρνηση, νομαρχία , δήμος κλπ.. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται από έτος σε έτος κατά το πόσο που ο ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός παρουσιάζει έλλειμμα, ή αντιστρόφως μειώνεται κατά το ποσό που παρουσιάζει πλεόνασμα.
Καθώς η εκάστοτε κυβέρνηση αντλεί τα έσοδά της από το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών του κράτους, δηλαδή των φορολογούμενων, το δημόσιο χρέος έμμεσα είναι χρέος των φορολογούμενων. Το δημόσιο χρέος διακρίνεται σε εσωτερικό χρεός, δηλαδή από πιστωτές που βρίσκονται εντός της συγκεκριμένης χώρας, και σε εξωτερικό χρέος, δηλαδή από πιστωτές που εδρεύουν στο εξωτερικό.Οι κυβερνήσεις δανείζονται κυρίως εκδίδοντας και πουλώντας ομόλογα ή άλλα αξιόγραφα
Ανεργία είναι η κατάσταση ενός ατόμου, που, ενώ είναι ικανό, πρόθυμο και διαθέσιμο να απασχοληθεί, δεν δύναται να βρει εργασία.
Το εργατικό δυναμικό αποτελείται από όσους έχουν εργασία (απασχολούμενοι) και εκείνους που δεν απασχολούνται (άνεργοι) αλλά έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν και είναι διαθέσιμοι να εργασθούν.Το μη-εργατικό δυναμικό είναι το μέρος του ενήλικου πληθυσμού που ασχολείται με τα οικιακά, είναι συνταξιούχοι, ασθενούν σοβαρά ώστε απέχουν από την εργασία, ή δεν ψάχνουν για εργασία.Το ποσοστό ανεργίας είναι ο αριθμός των ανέργων διαιρούμενος με το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Κατά κεφαλήν εισόδημα (Ελλάδα 2009): 19100 euros/άτομο.
*
ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980: Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Tου Iωαννη Δ. KαμαραH διόγκωση του δημόσιου χρέους ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, επί «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης και υπήρξε ραγδαία. Aπό 28,6% του AEΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1980 (από τα χαμηλότερα τότε μεταξύ των χωρών-μελών της μετέπειτα E.E.-15 και 10 εκατ. μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών αυτών) ανήλθε σε 54,7% του AEΠ το 1985. Δηλαδή, σε πέντε μόλις χρόνια, σχεδόν διπλασιάστηκε.
Mετά τη ραγδαία αυτή άνοδο και αφού οι δυσμενείς επιπτώσεις από την υπερχρέωση της χώρας είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές (ενδεικτικά: η δαπάνη για πληρωμή τόκων από 2,0% του AEΠ το 1980 είχε ανέλθει στο 4,9% το 1985), η τότε κυβέρνηση αντελήφθη το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει, αλλά δεν το ομολόγησε. Περίμενε πρώτα να κερδίσει τις εκλογές του 1985 και αμέσως μετά αποφάσισε να ασκήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ξέφρενος ρυθμός διόγκωσης του δημόσιου χρέους, κατά την επόμενη τετραετία. Eν συνεχεία όμως, λόγω των εκλογών του 1989, η περιοριστική πολιτική ανεστάλη (γνωστό το «Tσοβόλα δώσ' τα όλα») και το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 80,7% του AEΠ το έτος 1990. (Aν και, όπως απεδείχθη αργότερα, το ποσοστό αυτό ήταν πλασματικό.)
Aπό τις πιο πάνω εξελίξεις γίνεται φανερό ότι ο εφιάλτης του δημόσιου χρέους, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να ταλανίζει την ελληνική οικονομία, έχει τις ρίζες του στην οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στη δεκαετία του 1980. H οποία, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί, υπήρξε η πιο καταστρεπτική για την ελληνική οικονομία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ποια όμως ήταν η οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε τότε και ποιοι ήταν οι στόχοι της;
Oσοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις εκείνη την εποχή θυμούνται ότι ένα από τα επικοινωνιακά συνθήματα της τότε κυβέρνησης ήταν: «η αναθέρμανση της οικονομίας». Tην οποία «αναθέρμανση» (αναζωογόνηση της εγχώριας παραγωγής μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις που είχαν προηγηθεί) ορισμένοι αδαείς περί τα οικονομικά αξιωματούχοι της περιόδου εκείνης φαντάστηκαν ότι θα επετύγχαναν μέσω τεχνητής αύξησης της ζήτησης (παρερμηνεύοντας προφανώς τη θεωρία του Keynes), με γενναίες εισοδηματικές ενισχύσεις (προερχόμενες από δανεισμό) προς επιλεγμένες ομάδες πολιτών, τους καλουμένους γενικώς και αορίστως «μη προνομιούχους». Eνα σύνθημα χωρίς σαφές κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά με ευρέος φάσματος πελατειακή σκοπιμότητα.
H εισοδηματική αυή πολιτική είχε ως συνέπεια την ισοπέδωση της κλίμακας αμοιβής εργασίας (μεταξύ υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων, ικανών και ανίκανων, εργατικών και ακαμάτηδων) και τον ευτελισμό των εννοιών «έφεση προς εργασία» και «παραγωγικότητα της εργασίας». Tαυτόχρονα , έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να υποβαθμισθεί ο ρόλος της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ αυξήθηκε υπέρμετρα ο αριθμός (και η κομματική επιρροή) των κρατικοδίαιτων εργαζομένων. Eτσι, με την πολιτική αυτή επόμενο ήταν να εξαρθρωθεί η παραγωγική δομή της χώρας. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής η παραγωγικότητα της εργασίας στην Eλλάδα μειώθηκε κατά 5,5% (έναντι αύξησης 20,1% στην E.E.-15), το πραγματικό AEΠ αυξήθηκε μόλις κατά 6,8% (έναντι αύξησης 26,5% στην E.E.-15), η ανεργία διογκώθηκε από 2,7% το 1980 σε 7,0% το 1990 (από 5,8% σε 7,8% αντιστοίχως στην E.E.-15), η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρά τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής, κατέρρευσε και το έλλειμμα του Iσοζυγίου Πληρωμών παρουσίασε πρωτοφανή διεύρυνση. (Για περισσότερα στοιχεία, βλ. ΥΠΕΘΟ Δ/νση Μακροοικονομικής Ανάλυσης «Η ελληνική οικονομία 1960-1997», Αθήνα 1998.)
1990-1993: η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης
Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε πλέον καταστεί απόλυτα σαφές ότι το δημόσιο χρέος αποτελούσε μεγίστη απειλή για την οικονομία της χώρας και, ιδία, για το οικονομικό μέλλον της νέας γενεάς Ελλήνων πολιτών που θα εκαλούντο να το αποπληρώσουν. Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση είχε υπέρτατο καθήκον να λάβει δραστικά μέτρα κατά της απειλής αυτής. Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Απρίλιος 1990 - Οκτώβριος 1993) παρά το υψηλό πολιτικό κόστος και τις βίαιες αντιδράσεις του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Η σχετική προσπάθεια απέδωσε τα μέγιστα, αλλά τα αποτελέσματα, για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω, καθυστέρησαν να εμφανιστούν.Η πρόοδος που σημειώθηκε στο χρονικό αυτό διάστημα υπήρξε εντυπωσιακή, όπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών: πρώτον, από την αναστροφή του πρωτογενούς αποτελέσματος του ΓΚΠ (καθαρά έσοδα μείον δαπάνες πλην τόκων) από έλλειμμα σε πλεόνασμα (αρχής γενομένης από το έτος 1992) και, δεύτερον, από τον σταδιακό περιορισμό της αυξητικής επίδρασης και, εν συνεχεία (από το 1994 και μετά), τη μεταστροφή του αποτελέσματος ενδοκυβερνητικών συναλλαγών (ΟΤΑ, ΟΚΑ, λοιπά ΝΠΔΔ) σε παράγοντα μειωτικό για το Δ.Χ. (βλ. πίν. 1, στήλη 5). Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η σωτήρια για τη μετέπειτα πορεία του Δ.Χ. μεταστροφή αυτή ήταν αποτέλεσμα τολμηρής κυβερνητικής παρέμβασης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης με τον Ν. 2084/92 (τον γνωστό ως «νόμο Σιούφα»), προϊόντα του οποίου υπήρξαν οι αργότερα ανακαλυφθείσες «άσπρες τρύπες».
Ωστόσο, οι πιο πάνω ουσιαστικές για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν φάνηκε να ανακόπτουν την περαιτέρω διόγκωση του Δ.Χ. Το οποίο εξακολούθησε να αυξάνεται για να φτάσει στο 111,6% του ΑΕΠ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) το έτος 1993. Ομως, η δυσμενής αυτή βραχυχρόνια εξέλιξη θα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρόσθετους παράγοντες, άσχετους με την ακολουθηθείσα κατά την περίοδο αυτή δημοσιονομική πολιτική: α) στην αυξημένη ετήσια επιβάρυνση για πληρωμή τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ. το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ. το 1993) από ήδη συσσωρευμένα χρέη και, κυρίως, β) στη «διόρθωση ημαρτημένων του παρελθόντος» (κάτι ανάλογο με την πρόσφατη δημοσιονομική απογραφή), δηλαδή την ενσωμάτωση σωρείας χρεών τα οποία υπήρχαν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος (όπως, συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, οφειλές από καταπτώσεις εγγυήσεων, ελλείμματα ΔΕΚΟ κ.ά.).
1993-2000: η πορεία του δημόσιου χρέους εν όψει ΟΝΕ
Η εμφάνιση του δημόσιου χρέους με το πραγματικό του μέγεθος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά και τις πιο πάνω αναφερθείσες διορθωτικές παρεμβάσεις (για πρώτη φορά σε επίπεδο υψηλότερο του ΑΕΠ) φαίνεται να αφύπνισε και να ανησύχησε την επανελθούσα (μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1993) κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ανησυχία της νέας κυβέρνησης για τους κινδύνους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει η χώρα εκφράστηκε από τον τότε πρωθυπουργό (και αυτουργό του δημιουργηθέντος προβλήματος) μέσα από τις παροιμιώδεις ρήσεις του «αν η χώρα δεν κατορθώσει να αφανίσει το χρέος, το χρέος θα αφανίσει τη χώρα» και «δεν πρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο από όσο παράγουμε».Είναι προφανές ότι με τα λόγια αυτά ο τότε πρωθυπουργός και αρχηγός του Κινήματος αναγνώριζε τη δυσχερή θέση στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική οικονομία και, ταυτόχρονα, εξέφραζε την απόφαση της κυβέρνησής του να συνεχίσει την πολιτική δημοσιονομικής περισυλλογής, την οποία είχε εγκαινιάσει η απελθούσα κυβέρνηση της N.Δ. Πέραν όμως αυτού, τη συνέχιση της πολιτικής αυτής επέβαλε και η προετοιμασία εισόδου της χώρας στην ONE, ήτοι η επιτακτικη ανάγκη ικανοποίησης των κριτηρίων της Συνθήκης του Mάαστριχτ, μεταξύ των οποίων ήταν και η σταδιακή υποχώρηση του ύψους του δημόσιου χρέους.
Oσον αφορά τώρα την πορεία του δημόσιου χρέους, κατά την περίοδο αυτή παρατηρούνται συνοπτικά τα εξής: Mετά τη μεγάλη άνοδο που παρουσίασε το έτος 1993, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, το δημόσιο χρέος παρέμεινε περίπου σταθερό έως και το έτος 1996, σε ποσοστό 110% του AEΠ, με μικρές αποκλίσεις γύρω από το ποσοστό αυτό. Aρχισε όμως να υποχωρεί από το έτος 1997 (επί «εκσυγχρονιστικής» διακυβέρνησης), για να κατέλθει στο 105,1% του AEΠ το κρίσιμο έτος 1999 (ικανοποιώντας έτσι το σχετικό κριτήριο) και, ακολούθως, στο 102,7% του AEΠ το έτος 2000. (Σημείωση: για το έτος 2000, στον πίκανα εμφανίζεται ποσοστό 106,2% του AEΠ, όπως αυτό προέκυψε μετά τον έλεγχο που διενήργησε η Euro-stat και τις προσαρμογές που επέφερε με βάση τους κανόνες του EuropeaSystem Accounts.)
* O κ. Δ. Kαμάρας είναι πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Oικ. Mελετών της TτE.
O μύθος της «ισχυρής οικονομίας» 2000-2005
Στη διάρκεια της προενταξιακής περιόδου είχε εντόνως προβληθεί ο μύθος της «ισχυρής ελληνικής οικονομίας» και είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες για το επίπεδο ευημερίας του ελληνικού λαού, στην περίπτωση που η Eλλάδα επετύγχανε να γίνει ισότιμο μέλος της E.E. Mύθος και προσδοκίες που διαψεύσθηκαν την επόμενη τετραετία, αφού όμως είχαν συμβάλει αποφασιστικά στην, έστω και οριακή, νίκη του «εκσυγχρονιστικού» κόμματος στις εκλογές 2000.Kατά τα επόμενα έτη 2000-2004, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου του πραγματικού AEΠ κυμάνθηκε γύρω στο 4% και αυτό προβλήθηκε τότε ως επιβεβαίωση των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί κατά την προενταξιακή περίοδο. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. O υψηλός ρυθμός ανόδου του πραγματικού AEΠ προήλθε κατά ένα μεγάλο μέρος από τη δραστηριότητα του κατασκευαστικού τομέα (εν όψει και των Oλυμπιακών Aγώνων), ενώ συνολικά ήταν το φυσικό επακόλουθο αυξημένης τελικής ζήτησης βασισμένης σε υπέρμετρο δανεισμό. H οποία ζήτηση, επενεργώντας πολλαπλασιαστικά μέσω της καταναλωτικής δαπάνης, κρατούσε μεν τον ρυθμό ανόδου του AEΠ υψηλό, αλλά, ταυτόχρονα, διηύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών (ιδιαίτερα του εμπορικού), αυξάνοντας έτσι το παραγωγικό κενό της οικονομίας και διατηρώντας το ποσοστό της ανεργίας υψηλό.
Ωστόσο, το «αναπτυξιακό» αυτό πρότυπο, δηλαδή της οικονομικής προόδου μέσω άκρατου δανεισμού, δεν αποτυπωνόταν στα δημοσιονομικά μεγέθη. Aντίθετα, η πορεία του δημόσιου χρέους (ώς % του AEΠ) εμφανιζόταν σταθερά πτωτική, με τάσεις μάλιστα να κατέλθει σε ποσοστό χαμηλότερο του 100% του AEΠ. Eπρεπε να παρέμβει ο ελεγκτικός μηχανισμός της Euro-stat και να ακολουθήσει η απογραφή Aλογοσκούφη για να αποκαλυφθεί η πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από τον μύθο της «ισχυρής οικονομίας».
Δίδονται στοιχεία της πορείας του δημόσιου χρέους (σειρά επικαλυπτόμενων ετών) από το έτος 2000 και εντεύθεν, όπως αυτή κατεγράφη επισήμως από: (α) την «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση, (β) την Euro-stat μετά τις προσαρμογές ESA, και, (γ) τη σημερινή κυβέρνηση μετά τη διενεργεθείσα απογραφή. Aξίζει τώρα, ενδεικτικά για το έτος 2001, να επισημανθούν οι εξής διαφορές: Aπό το ΠAΣOK εκτιμάται ότι το δημόσιο χρέος έχει κατέλθει στο 99,6% του AEΠ, ο έλεγχος της Euro-stat το ανεβάζει στο 106,9% του AEΠ και η απογραφή Aλογοσκούφη το εξακοντίζει στο 114,4% του AEΠ, ήτοι σε ύψος ρεκόρ για ολόκληρη την εικοσιπενταετία 1980-2005. Eπίσης χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του έτους 2004, για το οποίο είχε προϋπολογισθεί ότι θα έπεφτε στο 98,5% του AEΠ και τελικά διαμορφώθηκε στο 109,3%, εντελώς δε συμπτωματικά στο ύψος που βρισκόταν το έτος 1994, όταν το ΠAΣOK είχε επανέλθει στην εξουσία.
Tέλος, το λήγον έτος 2005 εκτιμάται ότι το δημόσιο χρέος έχει πέσει στο 107,9% του AEΠ, αλλά, όπως φαίνεται, θα πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας προτού πάψει να αποτελεί τον μεγάλο εφιάλτη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και το επίπεδο ευημερίας του ελληνικού λαού.
2000 | 2001 | 2002 | 2003 | 2004 | 2005 | 2006 | 2007 | 2008 | 2009 | |
Έλλειμμα [1] (%ΑΕΠ) | 4.1 | 6.1 | 5.2 | 5.6 | 7.5 | 5.2 | 2.9 | 3.7 | 7.7 | 12.7 |
Χρέος[2] (%ΑΕΠ) | 114.0 | 114.4 | 110.7 | 97.9 | 98.6 | 100.0 | 97.1 | 95.6 | 99.2 | 113.4 |
Θα διπλασιαστούν οι φτωχοί του πλανήτη στα επόμενα 40 χρόνια
Ο αριθμός των πολύ φτωχών χωρών της Γης θα διπλασιαστεί στα σαράντα επόμενα χρόνια καθώς και ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε απόλυτη φτώχεια από τη δεκαετία του '80, εξέφρασε την ανησυχία του ο ΟΗΕ.Στην έκθεσή της του 2010 για τις 49 χώρες του κόσμου που είναι οι λιγότερο ανεπτυγμένες, η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη εκτιμά ότι το μοντέλο ανάπτυξης που επικρατεί μέχρι τώρα για τις χώρες αυτές απέτυχε και πρέπει να ανανεωθεί.«Τα παραδοσιακά μοντέλα που εφαρμόστηκαν φαίνεται ότι δεν λειτούργησαν πολύ καλά», εξήγησε ο γενικός γραμματέας της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, Σουπασάι Πανιτσπάκντι, σε συνέντευξη Τύπου. Με δεδομένο αυτό, «στη διάρκεια των επόμενων 30-40 χρόνων ο αριθμός των πολύ φτωχών χωρών θα διπλασιαστεί (το 1971 ήταν 25 και σήμερα έφτασαν τις 49) αφού φαίνεται ξεκάθαρα ότι η κατάσταση όλο και θα επιδεινώνεται» πρόσθεσε.Παράλληλα αναφέρεται ότι και οι άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας αυξήθηκαν στα 421 εκατομμύρια έως το 2007.
Εάν οι πολύ φτωχές χώρες δεν καταφέρουν να επιδείξουν μια καλή αντίσταση έναντι της παρούσας κρίσης θα παραμείνουν εξαιρετικά ευάλωτες κυρίως λόγω του ότι εξαρτώνται κατά πολύ από εισαγωγές και κυρίως τροφίμων, επισήμανε ο κ. Πανιτσπάκντι.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ), (Αγγλ. Human Development Index, HDI) αποτελεί μέτρο σύγκρισης του προσδόκιμου ηλικίας, του αλφαβητισμού, της εκπαίδευσης και της ποιότητας ζωής ανά τον κόσμο. Με βάση αυτόν το Δείκτη, γίνεται χαρακτηρισμός μιας χώρας σε υπανάπτυκτη ή αναπτυσσόμενη ή αναπτυγμένη και επίσης για να μετρήσει την επίδραση των οικονομικών πολιτικών στην ποιότητα ζωής.Ο Δείκτης εφευρέθηκε από τον βραβευμένο με Νόμπελ Amartya Sen, τον Πακιστανό οικονομολόγο Mahbub ul Haq, με βοήθεια από τον Gustav Ranis του πανεπιστημίου Γέιλ και τον Λόρδο Meghnad Desai του "London School of Economics" και χρησιμοποιείται έκτοτε απο τον ΟΗΕ στην ετήσια Αναφορά Ανθρώπινης Ανάπτυξης. Χαρακτηρίστηκε τότε από τον Sen ως "κοινό μέτρο" λόγω των περιορισμών του, αλλά παρόλα αυτά εστιάζει την προσοχή του σε ευρύτερες διαστάσεις ανάπτυξης από το εισόδημα κατά κεφαλήν που εκτόπιζε και είναι ο δρόμος για πολλούς ερευνητές στην ευρύτερη ποικιλία των ποιό λεπτομερών μέτρων που περιλαμβάνονται στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης.
Ο ΔΑΑ μετράει τις φυσιολογικές επιτεύξεις μιας χώρας σε τρεις βασικές διατάξεις της ανθρώπινης ανάπτυξης:
- Μια μεγάλη και υγιή ζωή, όπως χαρακτηρίζεται από το προσδόκιμο επιβίωσης
- Γνώση και μόρφωση, όπως χαρακτηρίζεται από την ενήλικη αλφαβητική αναλογία και τις ενωμένες πρωτογενείς, δευτερογενείς και τριτογενείς συνολικές καταχωρημένες αναλογίες
- Μια ευπρεπή ποιότητα ζωής, όπως χαρακτηρίζεται από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατά κεφαλήν και την αγοραστική ισότιμη δύναμη.
Ένας εναλλακτικός τρόπος μέτρησης, που εστιάζει στο ποσοστό φτώχειας της κάθε χώρας, είναι ο Δείκτης Ανθρώπινης Φτώχειας
Υπολογιστικά παραδείγματα. | ||||
Δείκτης | Μέτρο | Ελάχιστη τιμή | Μέγιστη τιμή | Τύπος |
Μακροβιότητα | Προσδόκιμο ζωής στην γέννηση (LE) | 25 χρονών | 85 χρονών | |
Μόρφωση | Αλφαβητική αναλογία (LR) | 0% | 100% | |
Συνολικές ενωμένες καταχωρημένες αναλογίες (CGER) | 0% | 100% | ||
ΑΕΠ | ΑΕΠ κατά κεφαλήν (Ισότιμη αγοραστική δύναμη)(GDPpc) | 100 USD | 40,000 USD |
[Επεξεργασία] Αναφορά του 2007
Κύριο άρθρο:Κατάλογος χωρών ανά Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (2006)Η αναφορά του 2007 πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία στις 27 Νοεμβρίου 2007. Τα περισσότερα δεδομένα στην αναφορά προέρχονται απο το 2005 ή και πιο πριν, συνεπώς δείχνουν τον ΔΑΑ του 2005. Μερικά μέλη του ΟΗΕ επιλέγουν να μην δώσουν ή δεν μπορούν να δώσουν στατιστικά.
Η αναφορά έδειξε μια μικρή αύξηση στο παγκόσμιο ΔΑΑ σε σύγκριση με την αναφορά του 2006.
Ένας δείκτης κάτω από το 0.5 δείχνει "μικρή ανάπτυξη". Όλες οι 22 χώρες σε αυτή την κατηγορία ανήκουν στην ήπειρο της Αφρικής.
Ένας δείκτης από 0.8 και πάνω δείχνει "μεγάλη ανάπτυξη". Αυτό περιλαμβάνει όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, όπως αυτές στην Βόρεια Αμερική, Δυτική Ευρώπη, Ωκεανία και Ανατολική Ασία, καθώς και κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη, Κεντρική Αμερική και Νότια Αμερική, Νοτιοανατολική Ασία και την Καραϊβική. Αρκετές χώρες εντάχθηκαν σε αυτή την κατηγορία και έφυγαν από την μεσαία κατάταξη: Αλβανία, Λευκορωσία, Βραζιλία, Λιβύη, ΠΓΔΜ, Ρωσία και Σαουδική Αραβία.
Η Ελλάδα του Μνημονίου
Ένα εκατομμύριο άνεργοι το 2010
Σε 20% αναμένεται να ανέλθει το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας το 2012, τη στιγμή που προβλέπεται συρρίκνωση κατά 4% του ρυθμού εξέλιξης του ΑΕΠ για το 2010, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Deutsche Bank. “Ο συνολικός αριθμός των ανέργων είναι 800.000 και θα φτάσει στο τέλος του 2010 στο 1.000.000, δηλαδή πάνω από 20%, λόγω των κυβερνητικών πολιτικών παγώματος των μισθών και των δημοσίων επενδύσεων και αύξησης κυρίως των έμμεσων φόρων“, αναφέρει χαρακτηριστικά. Στο μεταξύ, με το ποσοστό της ανεργίας για το 2010 να εκτιμάται στο 15%, οι προβλέψεις της Deutsche Bank για άνοδο της ανεργίας στο 20% έως το 2012, τελικό στάδιο προσαρμογής της χώρας, βρίσκονται απέναντι στις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για επίπεδα ανεργίας λίγο υψηλότερα του 10%.
Σύμφωνα με την εξίσωση που καθορίζει το ΑΕΠ (GDP)
GDP = C + I + G + NX
Η κατανάλωση (C) και η επένδυση (I) αναμένεται να ελαττωθούν, αφού οι Πολιτικές επιλογές αποπληρωμής του Δανειακού Χρέους το επιτάσσουν, κάτι που ως φυσική συνέπεια με βάση τον υπάρχοντα προαναφερθέντα τύπο θα οδηγήσει σε ελάττωση του AEΠ. Για να αποφευχθεί αυτό θα πρέπει το επιμέρους «άθροισμα G+NX» να αυξηθεί ισόποσα τουλάχιστον, έτσι ώστε να διατηρηθεί η Μαθηματική εξίσωση του Aκαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ( όπου G δημόσιες δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και ΝΧ οι καθαρές εξαγωγές). Δεδομένης του περιορισμού της «Κατανάλωσης» στο εσωτερικό , οι εταιρείες παραγωγής «καθαρά εξαγώγιμων προϊόντων, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την Κρίση μέσω των γνωστών μηχανισμών περιορισμού των εξόδων τους. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει δύο πράγματα :
1) Περιορισμό του εργατικού δυναμικού, και μεγαλύτερη αξιοποίηση του ΕΣΠΑ και όσα αυτά προέβλεπε αρχικά ( δεδομένα αποδεκτό με καθαρά Οικονομικούς όρους, αφού προάγεται με αυτό τον τρόπο το Επενδυτικό ενδιαφέρον και αποκτά Αγοραστική Δύναμη το προς εξαγωγή εμπόρευμα). Ας το ονομάσουμε Ενδογενή Ανταγωνιστικότητα
2) Μετακίνηση της βιώσιμης εταιρίας σε περιβάλλον «μικρότερης αναξιοπιστίας» και χαμηλότερου «κατά κεφαλήν εισοδήματος» προκειμένου να διατηρηθεί το ΑΕΠ σε παρόμοια επίπεδα, με τις ευλογίες του Κρατικού Μηχανισμού. Ας το ονομάσουμε Εξωγενή Ανταγωνιστικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως οι προβλέψεις της DB για 1000000 ανέργους με το πέρας της τριετίας είναι πολύ πιθανότερη από τις αντίστοιχες της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Κι αυτό διότι, είτε με την Εξωγενή είτε με την Ενδογενή Ανταγωνιστικότητα, οι θέσεις εργασίας οδηγούνται σε Κραχ.
Καταφεύγουμε λοιπόν στην πεπατημένη της αύξησης του G στην προηγούμενη εξίσωση. Αν υποθέσουμε πως με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλισθεί η κοινωνική σταθερότητα (κοινωνική πολιτικη του Εξοπλισμού) λογικά οι δαπάνες για αγορά αγαθών και προσφοράς υπηρεσιών προς όφελος πάντα της Ανάπτυξης με στόχο την αύξηση των Εξαγωγών, θα αυξηθούν έστω και αν αυτό περιοριστεί σε βάση αναλογικότητας στο ΑΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου